Παράλληλα, παρουσίασε την εικόνα της χώρας, με βάση την απογραφή του 2011 και σημείωσε: «Έδειξε κάτι που οι πρόδρομοι δημογραφικοί δείκτες κατέγραφαν. Τη μείωση του μόνιμου πληθυσμού στην ελληνική επικράτεια. Με βάση τα προσωρινά αποτελέσματα στο σύνολο της χώρας απογράφτηκαν 10.816.286 μόνιμοι κάτοικοι, εκ των οποίων 5.303.223 άρρενες (49%) και 5.513.063 θήλεις (51%). Τα δεδομένα αυτά, συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα της απογραφής του 2001, αφήνουν να διαφανεί μείωση του πληθυσμού κατά 146.000 άτομα (ή άλλως κατά 1,3%, αφού ο αντίστοιχος πληθυσμός το 2001 ήταν 10.934.097), παρόλο το θετικό φυσικό ισοζύγιο της δεκαετίας (οι γεννήσεις υπερέβησαν την περίοδο αυτή κατά 41.000 περίπου τους θανάτους)».
Σύμφωνα με τον κ. Κατσιφάρα, τρεις είναι οι παράγοντες (δημογραφικές συνιστώσες) που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού: οι γεννήσεις, οι θάνατοι και η μετανάστευση. «Ή, για να το πούμε διαφορετικά, ο πληθυσμός εξαρτάται από δύο ισοζύγια: Το φυσικό (γεννήσεις-θάνατοι) και το μεταναστευτικό (είσοδοι-έξοδοι)» πρόσθεσε και τόνισε ότι «είναι πλέον πρόδηλη, από τα δημογραφικά δεδομένα, η περαιτέρω μείωση του πληθυσμού αφού εκτιμάται ότι τα φυσικά ισοζύγια θα συνεχίσουν να είναι αρνητικά, και η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί».
Ο Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας επεσήμανε ότι απαιτούνται κατάλληλα κίνητρα και πολιτικές για να αναχαιτιστούν οι αρνητικοί δείκτες.
«Απαιτούνται μέτρα για τη στήριξη των οικογενειών σε κατάσταση φτώχειας, ιδίως αυτών με πολλά παιδιά. Όταν τρέχεις για τα απαραίτητα δεν κοιτάς να κάνεις παιδιά. Πρέπει να υπάρξουν κίνητρα για την εγκατάσταση στην ύπαιθρο. Η ύπαιθρος υποφέρει δημογραφικά πολύ περισσότερο από τις αστικές περιοχές. Υπάρχουν χωριά με σχεδόν εντελώς γηρασμένο πληθυσμό. Η στήριξη της μετεγκατάστασης, με προτεραιότητα στις πολύτεκνες οικογένειες και τους νέους, που υποφέρουν από ανεργία και ζουν σε συνθήκες ανέχειας για εγκατάσταση στην ύπαιθρο, όχι μόνο θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά και στην αναπτυξιακή ανάταξη της χώρας. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον, που να υποστηρίζει τον εργαζόμενο γονέα, ιδίως τις μητέρες. Το πρότυπο της οικογένειας όπου ο πατέρας εξασφάλιζε με την εργασία του τα προς το ζην παραχώρησε τη θέση του στην οικογένεια όπου εργάζονται και οι δύο σύζυγοι και στις μονογονεϊκές οικογένειες. Πρέπει να διασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ της αμειβόμενης εργασίας και της ζωής εκτός εργασίας, ιδίως αν αυτή περιλαμβάνει τη φροντίδα παιδιών ή και ηλικιωμένων συγγενών.».
Και συμπλήρωσε ο κ. Κατσιφάρας: «Το πιο σημαντικό από όλα είναι να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της, το γρηγορότερο. Η κρίση δεν έχει μόνο περιορίσει τα περιθώρια για μέτρα κοινωνικής πολιτικής που να αποσκοπούν στη διευκόλυνση των γάμων και των γεννήσεων. Το ασταθές και αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον άλλαξε την παραδοσιακή προτεραιότητα για οικογένεια. Οι νέοι μέσα σε αυτήν την ανασφάλεια εγκλωβίζονται στο κυνήγι της εκπαίδευσης, της εξειδίκευσης και της επαγγελματικής εξέλιξης, αφήνοντας δεύτερο το να κάνουν παιδιά και οικογένεια.».
Τέλος, σε ότι αφορά το μεταναστευτικό ο Περιφερειάρχης, κ. Κατσιφάρας ανέφερε: «Η Ελλάδα ήταν πάντα μια ανοικτή χώρα και σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Ζητάμε μια ολοκληρωμένη πολιτική για τη διαχείριση των μεταναστών, προσφύγων και αιτούντων άσυλο, που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών» και συμπλήρωσε «Θα πρέπει να εστιάσουμε και στην κυκλική μετανάστευση, καθώς η δύσκολη οικονομική συγκυρία, έχει δημιουργήσει έναν σημαντικό πληθυσμό που αναζητά απασχόληση, από χώρα σε χώρα».